Γρενάδα

Γρενάδα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Γρενάδα" в других словарях:

  • Γρενάδα — Επίσημη ονομασία: Γρενάδα Έκταση: 344 τ. χλμ. Πληθυσμό 89.211 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σεντ Τζορτζ (4.410 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Βρίσκεται βόρεια του Τρινιντάντ και Τομπάγκο και βρέχεται Δ από …   Dictionary of Greek

  • Νέα Γρενάδα — Ονομασία που δόθηκε το 1540 στις ισπανικές κτήσεις της Λατινικής Αμερικής που αντιστοιχεί στα σημερινά εδάφη Κολομβίας, Ισημερινού και Βενεζουέλας …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… …   Dictionary of Greek

  • Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία …   Dictionary of Greek

  • Κόρντομπα, Γκοντσάλβο ντι- — (Gonsalvo di Cόrdoba, 1453 – Γρενάδα 1515). Ισπανός στρατηγός. Σε νεαρή ηλικία έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον των Μαυριτανών της Ισπανίας. Αργότερα τέθηκε στην υπηρεσία του Φερδινάνδου του Καθολικού και πολέμησε εναντίον του Αλφόνσου Ε’… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Κάνο, Αλόνσο — (Alonso Cano, Γρενάδα 1601 – 1667). Ισπανός ζωγράφος, αρχιτέκτονας και γλύπτης. Το 1638 διορίστηκε ζωγράφος της βασιλικής Αυλής, στην οποία παρέμεινε επί 22 χρόνια. Κατά τη διάρκεια των χρόνων αυτών διακόσμησε με γλυπτικά και ζωγραφικά έργα ναούς …   Dictionary of Greek

  • Κεσάδα, Γκονθάλο Χιμένεθ ντε- — (Gonzalo Jimenez de Quesada, Κόρντομπα, Ισπανία 1500; – Μαρικίτα, Κολομβία 1579). Ισπανός κατακτητής. Συμμετείχε στην εκστρατεία που επιχείρησε ο διοικητής των Καναρίων νήσων Πέντρο Φερνάντο ντε Λούγκο με σκοπό την εξερεύνηση των άγνωστων… …   Dictionary of Greek

  • Κολόμβος, Χριστόφορος — (Cristoforo Colombo, Γένοβα 1451 – Βαγιαδολίδ 1506). Ιταλός θαλασσοπόρος που ανακάλυψε την αμερικανική ήπειρο. Οι πληροφορίες για τη νεανική του ηλικία είναι ασαφείς. Φαίνεται ότι έως τα 22 του χρόνια είχε ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του …   Dictionary of Greek

  • Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία — (Federico Garcia Lorca, Φουεντεβακέρος, Γρενάδα 1898 – 1936). Ισπανός ποιητής και δραματουργός. Γιος αγρότη και δασκάλας, φοίτησε σε ένα σχολείο ιησουιτών, ενώ το 1923 έλαβε πτυχίο νομικής. Σε όλη τη διάρκεια των σπουδών του (1913 28) σύχναζε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»